- θαρσουντως
- θαρσούντως
(διαπράττεσθαί τι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διαπράττεσθαί τι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θαρσούντως — (Α) επίρρ. βλ. θαρρούντως … Dictionary of Greek
θαρσούντως — boldly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρούντως — θαρσούντως boldly attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρούντως — (Α θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως) επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών τού ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)] … Dictionary of Greek